Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Υπολογισμός μορίων

 Σήμερα το μεσημέρι αναμένονται τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων. παρακάτω θα βρείτε ένα πολύ χρήσιμο σύνδεσμο για τον υπολογισμό των μορίων. Παιδιά, καλή επιτυχία!!!!


http://www.edu4u.gr/YpologismosMoriwn.aspx 

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ : Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ


ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ







Τα ελληνόπουλα στο internet

Τα Ελληνόπουλα στο internet

ΠΗΓΗ: DAGLAS PANOS
 Σύμφωνα με το παρακάτω Infographic 54% των Ελληνόπουλλων 9-16 ετών έχουν προφίλ σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης, 33% των παιδιών 9-12 ετών διατηρούν ψεύτικο προφίλ στο Facebook, 12% των παιδιών που έχουν προφίλ στο Facebook έχουν κοινοποιήσει το τηλέφωνο και τη διεύθυνση κατοικίας τους ενώ 20% των παιδιών έχουν περισσότερους από 300 "φίλους". Εξάλλου 1 στα 6 παιδιά έχει υπάρξει θύτης σε περίπτωση bullying.Από την άλλη οι γονείς φαίνεται ότι σε ποσοστό 79% αγνοούν αν τα παιδιά τους έχουν υποστεί ιντερνετικό εκφοβισμό, σε ποσοστό 6% γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους έχουν δει επιβλαβές περιεχόμενο σε ύποπτες ιστοσελίδες ενώ σε ποσοστό 24% έχουν πλήρη άγνοια για το αν τα παιδιά τους έχουν δει υλικό πορνογραφίας.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Γιατί τόση νεανική βία;

Βαγιωνάκη Πολυξένη  

Είναι δυστυχώς αποδεκτό ότι η βία ενυπάρχει στον πολιτισμό μας, χαρακτηρίζοντας το σύνολο των κοινωνιών, προηγμένων και μη. Εκείνο που δικαιολογημένα προκαλεί έκπληξη είναι η ολοένα αυξανόμενη συμ­μετοχή των νέων σε παραβατικές πράξεις . Μάλιστα, η βία και το έγκλημα αποτελούν πρακτικές, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την κα­νονική ιδιοσυγκρασία και αντιφατικές με τον ιδεαλισμό της νεότητας. 

Δυστυχώς η νεολαία που προκαλεί παραβατικές ενέργειες συμμετέ­χει σε κάθε μορφή παράνομης συμπεριφοράς. Ωστόσο, κάποιες μορφές μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς νεανικές, εφόσον η συμμετοχή της νεο­λαίας σε αυτές είναι καταλυτική. Η εμπλοκή του νέου στο κοινό έγκλημα (φόνοι, βιασμοί, ληστείες, κλοπές) παρουσιάζει αύξηση, ωστόσο απέχει από το να χαρακτηριστεί νεανική μορφή εγκληματι­κότητας. Όμοια η βία και η εγκληματικότητα που οφείλονται σε ιδεολο­γικά αίτια (θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά), όπως η τρομοκρατία, σχετίζονται με τους νέους, οι οποίοι αποτελούν  τα εκτελεστικά όργανα, όχι όμως και τους ηθικούς αυτουργούς. Οι επικεφαλής του οργανωμένου εγκλήματος είναι συνήθως ενήλικες, οι οποίοι στρατολογούν νέους εμφυσώντας σε αυτούς την ιδεολογία τους και προωθώντας τους σε πράξεις βίας, προκειμένου να την εμπεδώσουν. 

Παράλληλα με αυτή την κατεξοχήν νεανική μορφή βίας είναι η αναφερόμενη ως εκτονωτική μορφή βίας (χουλιγκανισμός, βανδαλισμοί, καταστροφές). Πρόκειται για βίαια ξεσπάσματα νεανικών ομάδων, χωρίς σαφή αίτια, με αφορμή κάποια δημόσια πολιτική, καλλιτεχνική ή αθλητική εκδήλωση. Θύματα αυτής της έκρηξης είναι συνήθως οι περιουσίες αθώων πολιτών ή του δημοσίου. 

Είναι θέσφατο πλέον ότι η κοινωνία και οι δομές της είναι αυτές που γεννούν τη βία. Πραγματικά στη σύγχρονη κοινωνία κυριαρχούν φαινόμενα όπως η ανεργία, η φτώχεια, η περιθωριοποίηση, ο ρατσισμός , οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Είναι γεγονός ότι σε κάθε κοινωνία μοχθούν να επιβιώσουν ομάδες με σοβαρά βιοτικά προβλήματα. Κατά κύριο λόγο οι ομάδες αυτές εμπεριέχουν πλήθος νέων, οι οποίοι βρίσκονται σε αναζήτηση επαγγέλματος και εξασφάλισης μιας ισότιμης  θέσης μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι λοιπόν εύλογα οι νέοι αυτοί όταν αδυνατούν να επιβιώσουν και να συμβιώσουν με τρόπο νόμιμο και ειρηνικό, να καταφεύγουν στην παρανομία προκειμένου να εξασφαλίσουν  προς το ζην, δίνοντας στη βία και στην παρανομία τη μορφή «βιοπορισμού». Άλλες πάλι φορές, τα κοινωνικά φαινόμενα που περιγράψαμε, προκαλούν έντονη δυσαρέσκεια στις μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Είναι αναμενόμενο τότε ότι η βία των νέων, κυρίως η εκτονωτική, θα πάρει τη μορφή αντίδρασης και αποδοκιμασίας, η οποία στρέφεται επί δικαίων και αδίκων, εφόσον στόχο έχει το σύνολο της κοινωνίας που εμφανίζεται να αποδιώχνει και να καταδικάζει σε εξαθλίωση τους ανθρώπους αυτούς. 

Σε άμεση σχέση με τις κοινωνικές δομές πρέπει να αναφερθούν και τα προβαλλόμενα πρότυπα ως άλλο ένα επίσης σημαντικό αίτιο έξαρσης της νεανικής παραβατικότητας. Οι νεανικές συντροφιές αλλά και η ηρωποίηση της βίας από τα Μ.Μ.Ε. λειτουργούν ενθαρρυντικά, ώστε οι νέοι να εκδηλώσουν βίαιη συμπεριφορά. Η υπερβολική προβολή της βίας, είτε ως είδησης, είτε ως θέαματος, εξοικειώνει την αρχικά άμαθη και αγνή νεανική ψυχή με την εμπειρία της βίας . Η εξοικείωση δίνει τη θέση της στον εθισμό, στην αναζήτηση της βιαιότητας ως θεάματος και ως ψυχαγωγίας. Η κατάληξη είναι συνήθως η μίμηση, η υιοθέτηση της βίας ως συγκεκριμένη πρακτική, ως αποδεκτή και θαυμαστή μέθοδος επιβολής των θελήσεων του ατόμου. Συνεπώς ο νέος που γαλουχείται μέσα στη βία, λογικό είναι να την ενστερνιστεί ή τουλάχιστον να μην την αποδοκιμάζει. 

Η συμπεριφορά, ωστόσο, αυτή της νεολαίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την υπολειτουργία των παιδαγωγικών παραγόντων, και κυρίως της οικογένειας και της εκπαίδευσης, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Στην οικογένεια η προτεραιότητα δίνεται στην κατάληψη των απλών υλικών αναγκών των νέων μελών. Στην εποχή του καταναλωτισμού οι γονείς θεωρούν ότι έχουν εκπληρώσει το χρέος τους απέναντι στους γόνους τους, όταν εργάζονται αδιάκοπα για να τους προσφέρουν αφειδώς καταναλωτικά αγαθά και άνετη ζωή. Η απουσία διαλόγου και επικοινωνίας χαρακτηρίζει τη σύγχρονη οικογένεια και υποβαθμίζει το ρόλο της. Ο νέος που στερείται ηθικοπνευματικής καθοδήγησης είναι ευάλωτος στη χειραγώγηση αλλά και στην εκκεντρική και επιθετική συμπεριφορά είτε επειδή δε διαθέτει τη σύνεση και τις αναστολές που θα του πρόσφερε η διαπαιδαγώγηση είτε επειδή επιθυμεί να αντιδράσει στην παραμέληση και να προσελκύσει την προσοχή. 

Όμοια, μοναδικός προσανατολισμός του βαθύτατα γνωσιοκεντρικού και χρησιμοθηρικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι η επιστημονική γνώση. Ο νέος και κυρίως ο έφηβος δεν αποκομίζει στα πλαίσια της εκπαίδευσης κάποια μορφή ηθικοπνευματικής καθοδήγησης ή έστω παιδαγωγικής επίδρασης για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αντίθετα το σχολείο, όπως άλλωστε και η οικογένεια, κάποιες φορές λειτουργούν αυταρχικά σε περιπτώσεις νεανικής επαναστατικότητας ή και παραβατικότητας με αποτέλεσμα να οξύνουν την αντίδραση του νέου και να υποδαυλίζουν τη δυσπιστία ή και την άρνησή του για τους δύο αυτούς θεσμούς (οικογένεια , εκπαίδευση). 

Οι σύγχρονοι νέοι, ευάλωτοι και ανυπεράσπιστοι, γίνονται εύκολα υποχείρια των επιτηδείων (πολιτικών, θρησκευτικών,  αθλητικών παραγόντων), οι οποίοι εμποδίζουν τη νεανική ψυχή με τυφλό φανατισμό πάνω σε ιδέες και οράματα κενά και επικίνδυνα για το σύνολο (ναζισμός, ρατσισμός,  εθνικισμός, σατανισμός, οπαδισμός). Γνωρίζουν ότι αν κερδίσουν την ένθερμη υποστήριξη της νεολαίας προς όφελός τους, τότε έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα για την επιβολή και καθιέρωση της ιδεολογίας τους .Δε διστάζουν να εκμεταλλευτούν τη νεανική ευπιστία και αγωνιστικότητα ώστε να σύρουν τους νέους σε πράξεις βίαιου «ηρωισμού» και «αυταπάρνησης» (τρομοκρατία, χουλιγκανισμός, νεοναζισμός) 

Αντιστάθμισμα συνεπώς στα αίτια που προκαλούν τις επιθετικές και βίαιες νεανικές εκδηλώσεις, μπορούν να αποτελέσουν οι παιδαγωγικοί παράγοντες, καθήκον των οποίων είναι να ενισχύσουν τους αμυντικούς μηχανισμούς της νεολαίας απέναντι στη χειραγώγηση. Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και η διαμόρφωση της προσωπικότητας στη βάση της ηθικής προϋποθέτουν από τους παιδαγωγούς να εστιάσουν πάνω στη νεανική ψυχή και να φροντίσουν για την ηθικοπνευματική της καλλιέργεια. 

Χρέος, άλλωστε, της πολιτείας είναι να περιορίσει τα κοινωνικά αίτια (ανεργία, φτώχεια, ρατσισμός), τα οποία εξάπτουν τη νεανική αντιδραστικότητα, φροντίζοντας για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του συνόλου των πολιτών και κυρίως του πιο ζωτικού κομματιού της κοινωνίας, δηλαδή της νεολαίας . 


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Στην «πατρίδα» του Ίντερνετ




Στην «πατρίδα» του Ίντερνετ



Της Πόπης Διαμαντάκου 
Τι θέλει να πει ένας έφηβος όταν αναφωνεί Ο-Εμ-Τζι; Ένα τελετουργικό επικοινωνίας που εντυπωσιάζει με τη φαντασία για τη συγκρότησή του και την κατάργησή της κατά τη χρήση του 
Εκφράσεις για μυημένους, αργκό μιας ανάγκης που δεν είναι η απλή υπογράμμιση της διαφοράς, αλλά και η κατασκευή ενός κλειστού κόσμου ομοίων, όπου για να έχει οποιοσδήποτε πρόσβαση πρέπει να μάθει τους γλωσσικούς κώδικες. Σε αυτούς είναι αφιερωμένο «Το κουτί της Πανδώρας» του Κώστα Βαξεβάνη (Αlpha), όπου εκεί, μέσα στη νύχτα (πολύ περασμένα μεσάνυχτα), ξεδιπλώθηκε από εφηβικά χείλη ένας κόσμος παράξενων γλωσσικών συμβόλων, με πολλή φαντασία στη σύσταση και τη σύνθεσή τους, όχι όμως με ανάλογη και στη χρήση τους. Ένα επαναλαμβανόμενο γλωσσικό τελετουργικό, που μοιάζει να αποκλείει στο τέλος την ουσία. 
Το διατύπωνε μόνη της και με δικά της λόγια μια νεαρή που έλεγε στον φακό: «Μπούρου-μπούρου και ούα, ούα είναι εκφράσεις που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι γίνεται, χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, αλλά μια φορά ήρθε η φίλη μου, στης οποίας τη σχολή γινόταν μια φασαρία και αντί να μου πει τι γινόταν, μου λέει: “Και μπούρου, μπούρου”. Μα αυτό το “μπούρου, μπούρου” θέλω να μου πεις, της έλεγα». Απλή η διαπίστωσή της: ο κώδικας επικοινωνίας, ορισμένες στιγμές καταλήγει να είναι «μη επικοινωνία». Μια «φωτογραφική» αποτύπωση γεγονότος, χωρίς καμιά εμβάθυνση, ούτε καν καταγραφή του, όπως ακριβώς συμβαίνει. 
Η τεχνολογία του Ίντερνετ κύρια επιρροή. Ομολογείται χωρίς ενδοιασμούς από τον έφηβο, που μιλάει στον φακό της «Πανδώρας» με θαυμάσια ελληνικά και μεγάλη άνεση, εξηγώντας ότι οι γλωσσικοί κώδικες που χρησιμοποιούν με τους συνομήλικούς του «βγαίνουν» από τη χρήση του Ίντερνετ. «Περνάμε πολλές ώρες στην οθόνη», λέει μια άλλη πιτσιρίκα. «Άλλοτε πίναμε καφέδες, τώρα περνάμε ώρες στο Ίντερνετ και χρησιμοποιώ τόσο πολύ τα greeklish (ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες και “ελληνοποιημένες” ξενικές εκφράσεις ή αγγλοποιημένες ελληνικές) που ξεχνιέμαι και τα χρησιμοποιώ συχνά και όταν γράφω στο σχολείο». 
Απλή αφηρημάδα ή αδυναμία έκφρασης; Αυτοματοποιημένη σκέψη, η οποία περιορίζεται όλο και περισσότερο στη «φαντασία» που επιτρέπει η πλοήγηση στο Διαδίκτυο, αποβάλλοντας τα περιττά και δύσχρηστα νοήματα, ή απλώς η ανάγκη των νέων που έχουν το πληκτρολόγιο των κομπιούτερ προέκταση των μελών τους, να ανταποκριθούν στην ταχύτητα που επιβάλλει η ιντερνετική τεχνολογία και στην απλότητα των νοημάταων που απαιτεί η επικοινωνία με διαφορετικά άτομα, από διαφορετικές χώρες ή κοινωνικά περιβάλλοντα; 
Αυτό σημαίνει απόσταση από την ελληνική γλώσσα; Και αν ναι, ο κώδικάς τους κρύβει μια παθογένεια του συστήματος της εκπαίδευσης; Μήπως ολόκληρου του κόσμου που τους προσφέρουμε; «Δεν κατοικούμε μια χώρα,κατοικούμε μια γλώσσα. Αυτή είναι η πατρίδα μας», έγραφε ο Ε.Μ. Σιοράν στις «Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί» (Εξάντας). 
Δικό μας έργο να τους προσφέρουμε τις γέφυρες για να μεταβούν από τον κόσμο των λέξεων- σχήματα, στον κόσμο της φαντασίας, στον κόσμο των εννοιών και των αξιών, θα πει ο καθηγητής Μαθηματικών Στέλιος Μαρίνης. 
Σύμφωνα με το απόφθεγμα του Σιοράν, η νέα χώρα των εφήβων είναι το Ίντερνετ, ευρεία όσο η νεανική φαντασία για την κατάκτηση άγνωστων τόπων, αλλά την ίδια στιγμή «στενή», όσο η καρέκλα που τους χωράει τις ώρες που «ταξιδεύουν» πάνω της στον κυβερνοχώρο. 

Γλώσσα της εντύπωσης και του άγχους 
Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον που έχει στοιχεία διαφορετικότητας ή τα εφευρίσκει για να οριοθετηθεί, συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο. 
Συνεπής στην ιστορία των γλωσσικών κωδίκων, η εκπομπή αναφέρθηκε σε αυτούς των περιθωριακών της μεταπολεμικής Ελλάδας, εκεί που γεννήθηκε το ρεμπέτικο και στα καλιαρντά των ομοφυλοφίλων. Η διαφορά ωστόσο από τους σημερινούς γλωσσικούς κώδικες των νέων είναι ότι εκείνες οι «γλώσσες» διατηρούσαν πλήρη την αφηγηματική τους δύναμη, παρέμεναν συνθέσεις λέξεων- εννοιών. Η «γλώσσα» των νέων μοιάζει περισσότερο με συνθέσεις «φωτογραφικών» στιγμών, τους έχει αφαιρεθεί το νόημα, μαζί με τα φωνήεντα και η αφήγηση καθίσταται αδύνατη ως περιττή. Οι νεανικοί γλωσσικοί κώδικες αποπνέουν το άγχος της ταχύτητας και του κόστους των SΜS (όσο πιο σύντομα τόσο πιο φθηνά). Είναι η «γλώσσα» της εντύπωσης, η γλώσσα που έλεγε ο Ντανιέλ Μπουρστίν, ο «θεωρητικός» της εικόνας, ό,τι μας μεταφέρει από τον κόσμο της φαντασίας στον κόσμο της στιγμιαίας απόλαυσης. Όχι δεν της λείπει η φαντασία, αλλά υποδηλώνει αυτό που σιγά σιγά εκλείπει από τον κόσμο μας, όσο αφηνόμαστε στις εικόνες, το νόημα. 

Ρατσισμός: από τη φυλή στην κουλτούρα




Ρατσισμός: από τη φυλή στην κουλτούρα





Οι Αραβες έδωσαν το όνομα και ο Γάλλος βιολόγος Gobineau μετατόπισε τη χρήση του όρου από τη γλωσσολογία στη φυσιολογία 

Του Νίκου Δεμερτζή

Ετυμολογικά ο «ρατσισμός» προέρχεται από την ισπανική λέξη raza και την πορτογαλική raca, που χρονολογούνται από το 13ο αιώνα. Και στις δύο αυτές γλώσσες η λέξη σχηματίσθηκε από τα αραβικά, στα οποία ras σημαίνει κεφάλι. Οι Αραβες παλιά ήταν νομάδες και χωρισμένοι σε διαφορετικές φυλές. Στο πλαίσιο της φυλής του, ο καθένας έδινε μεγάλη σημασία στη γνώση-επίγνωση της γενεαλογικής του καταγωγής βάσει της οποίας αποκτούσε και διατηρούσε προνόμια και υποχρεώσεις. Η καταγωγή, δηλαδή, προσδιόριζε την κοινωνική θέση του καθενός. Η γνώση όμως της καταγωγής μεταβιβαζότανε προφορικά, από στόμα σε στόμα. Ετσι, ο καθένας όφειλε να τη συγκρατεί στη μνήμη του, να την έχει μέσα στο «κεφάλι» του. 

Με το αρχικό αυτό νόημα της φυλετικής και κοινωνικής καταγωγής, η λέξη «ράτσα» πέρασε και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από το 16ο αιώνα χρησιμοποιούνταν στα αγγλικά και τα γαλλικά για να σημάνει: προέλευση, καταγωγή, και ταξινόμηση. Στην επιστήμη της βιολογίας χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά με τους όρους «γένος» και «είδος», προκειμένου να ταξινομηθούν διαφορετικές ομάδες ή οικογένειες οργανισμών. Περί τα τέλη του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε η επιστήμη της φυσικής ανθρωπολογίας. Με περίπλοκες μετρήσεις και ταξινομήσεις, επιστήμονες της εποχής εκείνης προσπάθησαν να προσδιορίσουν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και να το ομαδοποιήσουν με βάση ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά (χρώμα και αποχρώσεις του δέρματος, των μαλλιών, σωματότυποι, μορφολογικά χαρακτηριστικά κ.λπ.). 

Στα μέσα του 19ου αιώνα η σοβαρή αυτή επιστημονική προσπάθεια παραφθάρθηκε από το έργο του Γάλλου βιολόγου Gobineau, ο οποίος σκεπτόμενος ιδεολογικά πρότεινε το μύθο της «Αριας Φυλής-Ράτσας». Το «άρια» προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη Aryan, που σήμαινε «ευγενής». Ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν ευρέως από τις αρχές του 19ου αιώνα στην επιστήμη της συγκριτικής γλωσσολογίας για την ταξινομική περιγραφή της οικογένειας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ο Gobineau, όμως, παραβιάζοντας την επιστημονική δεοντολογία, μετατόπισε τη χρήση του όρου από τη γλωσσολογία στη φυσιολογία. Ετσι, από την τεχνική και ταξινομική περιγραφή των «ευγενών» γλωσσών, η ανάλυση μετατοπίσθηκε στο επίπεδο της φυλετικής ανωτερότητας, εγκαινιάζοντας ένα ρεύμα ιδεών που είναι γνωστό ως «κοινωνικός δαρβινισμός»: η εξέλιξη μέσω του ανταγωνισμού ανάμεσα στα διάφορα είδη, που για τον Δαρβίνο είχε καθαρά βιολογικό χαρακτήρα, στο έργο του Gobineau μετετράπη σε ανταγωνισμό εντός ενός είδους, του ανθρώπου. Υποτίθεται ότι η καλύτερη και καθαρότερη ανθρώπινη ράτσα θα επικρατήσει όλων των άλλων. Είναι σαφές ότι το πέρασμα από την επιστημονική - βιολογική σημασία στη μυθική σημασία της «ράτσας» γίνεται με την οικοδόμηση του ρατσισμού ως τρόπου σκέψης. Είναι, δηλαδή, ο ρατσισμός που ορίζει και επινοεί τη «ράτσα» και όχι το αντίστροφο. 

Ο ρατσισμός δεν είναι ένας και ενιαίος. Υπάρχουν όμως ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλους τους ρατσισμούς. Ετσι, κάθε ρατσισμός στηρίζεται σε αρνητικά στερεότυπα, δηλαδή σε προκαταλήψεις απέναντι στις άλλες, στις ξένες φυλές. Ο ρατσιστής γνωρίζει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς και τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Τις διαφορές αυτές όμως τις απολυτοποιεί, τις θεωρεί αναλλοίωτες και αιώνιες. Τη δική του φυλή θεωρεί ανώτερη από όλες τις άλλες. Επιπλέον, θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά μιας ορισμένης ομάδας είναι ομοιογενή για όλα τα μέλη της. Δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα μέλη ακόμα και της δικής του ομάδας-φυλής. Πρόκειται βεβαίως για πίστη και όχι για γνώση. 

Είναι αλήθεια ότι στο πλαίσιο των ομάδων οι πάντες σχηματίζουν θετικά στερεότυπα για τους δικούς τους (έσω ομάδα) και προκαταλήψεις για τους τρίτους (την έξω ομάδα). Προκαταλήψεις διαμορφώνουμε όλοι από τα πρώτα στάδια της ανατροφής μας, εφόσον δεν μπορούμε να σχηματίσουμε ταυτότητα χωρίς τη διάκριση «εμείς - αυτοί». Αυτό συμβαίνει ανέκαθεν. Εκείνο όμως που δεν είναι αναπόφευκτο, είναι η διά παντός εμμονή και καθήλωση κάποιου στις κληρονομημένες από το κοινωνικό του περιβάλλον προκαταλήψεις. Ρατσιστής, ακριβώς, είναι εκείνος που δεν δέχεται ποτέ να υποβάλει σε κριτική συζήτηση τις προκαταλήψεις του. Ο ρατσιστής δεν είναι απλώς δύσπιστος στο ένα ή το άλλο επιχείρημα. Απορρίπτει την ίδια τη χρήση του λόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί δίπλα στις υπαρκτές διαφορές προσαρτά ο ίδιος ορισμένες φαντασιακές διαφορές, έτσι ώστε οι πρώτες να αποτελούν άλλοθι για τις δεύτερες. 

Ουσιαστικά, ο ρατσισμός δεν αποτελεί μια στάση που προέρχεται από μια πραγματική διαφορά με τους άλλους. Απεναντίας, ο ρατσισμός δημιουργεί μια αιτία προκειμένου να εκδηλωθεί. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει πραγματικά η αιτία, θα εφευρεθεί. Η πίστη στην πρόταση «οι Εβραίοι σφάζουν παιδιά Χριστιανών» ή «όλοι οι Αλβανοί είναι εγκληματίες» είναι από λογική άποψη αστήρικτη. Από ψυχολογική άποψη, όμως, εξηγείται γιατί προσφέρει άλλοθι για την εκδήλωση επιθετικότητας απέναντι στις ομάδες-θύματα. Η υπερβολική έξαψη, η «υπερ-αντίδραση» με την οποία ένας ρατσιστής απορρίπτει τον άλλον, δεν έχει καμιά σχέση με την εκάστοτε πραγματική αφορμή, όποτε κι αν αυτή ποτέ δοθεί. 

Φυσικά, ο ρατσισμός συγγενεύει με την ξενοφοβία και τον εθνοκεντρισμό. Πολλές φορές συνυπάρχει μαζί τους, διαμορφώνοντας μια κατάσταση συγκοινωνούντων δοχείων. 

Ωστόσο, η ξενοφοβία μπορεί να μη στηρίζεται σε μια ανορθολογική πίστη στη βιολογική ανωτερότητα της φυλής, αλλά σε απλή άγνοια. Επίσης, ένας εθνικιστής μπορεί να υποτιμά τα άλλα έθνη, πλην όμως δεν είναι απαραίτητο να επιθυμεί την εξαφάνισή τους. Η ιδιαιτερότητα του ρατσιστή έγκειται στο ότι εκτός από την πίστη του στη διαφορά της δικής του ανώτερης, καλής και καθαρής φυλής επιθυμεί την εξαφάνιση των άλλων, επιθυμεί την εξαφάνιση των διαφορών (ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιεί την επιθυμία αυτή). 

Επιπλέον, στις μέρες μας έχει αλλάξει και το περιεχόμενο του ρατσισμού. Σήμερα η έννοια της ράτσας έχει περιθωριοποιηθεί, μια και αποδείχθηκε το αντιεπιστημονικό του υπόβαθρο. Στο πλαίσιο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών ο ρατσισμός εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο: αντί να διατυμπανίζει την ανωτερότητα της φυλής και την απόρριψη των άλλων, ο ρατσισμός εκφράζεται κυρίως με την απόλυτη αποδοχή των πολιτισμικών διαφορών. Η ανισότητα του ανώτερου και του κατώτερου αντικαθίσταται από την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε ανόμοιους και αναφομοίωτους, υποτίθεται, πολιτισμούς. Πυρήνας του ρατσισμού πλέον είναι η φοβία της διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Η επιδεικτική περιφρόνηση για τους κατώτερους παραχωρεί τη θέση της στην έμμονη αποφυγή της επαφής με τους άλλους. Εξαιτίας της μετατόπισης από τη «φυλή» στην «κουλτούρα» γίνεται λόγος πλέον για «νεο-ρατσισμό». 

Για την εκδήλωση ρατσιστικών συμπεριφορών απαιτείται κατάλληλο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, διεθνών ανακατατάξεων, αυξάνουν οι ρατσιστικές συμπεριφορές εις βάρος ευπαθών κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, πρόσφυγες, εθνικές μειονότητες, ομοφυλόφιλοι, μαύροι κ.λπ.). Οι ομάδες αυτές καθίστανται αντικείμενο ηθικού πανικού, δυσμενών διακρίσεων, καθίστανται το «κακό» αντικείμενο επί του οποίου διοχετεύονται το άγχος, ο φθόνος, η μνησικακία και η καταπιεσμένη επιθετικότητα της πλειοψηφίας. Δυσμενείς διακρίσεις όμως δεν κάνουν μόνον οι πλειοψηφίες προς τις μειοψηφίες, αλλά και οι μειοψηφίες μεταξύ τους (π.χ. Τσιγγάνοι εναντίον Αλβανών). Πρόκειται για έναν διασπαστικό ρατσισμό που διευκολύνει την κυριαρχία των ελίτ εξουσίας μέσω της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε». 

-         Ο κ. Ν. Δεμερτζής είναι αναπλ. καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών